ἠριθευμένων — ἐριθεύομαι serve perf part mp fem gen pl ἐριθεύομαι serve perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθευομένης — ἐριθεύομαι serve pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθευομένους — ἐριθεύομαι serve pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθευόμενος — ἐριθεύομαι serve pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθεύει — ἐριθεύομαι serve pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθεύεσθαι — ἐριθεύομαι serve pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠριθεύετο — ἐριθεύομαι serve imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
εξεριθεύομαι — ἐξεριθεύομαι (Α) [εριθεύομαι] δελεάζω, παραπλανώ … Dictionary of Greek
εριθεία — ἐριθεία, ἡ (AM) [εριθεύομαι] αρχ. μσν. εγωιστική φιλοδοξία, δοξομανία, χωρίς ηθικό φραγμό («ὅπου γάρ ζήλος και ἐριθεία, ἐκεῑ ἀκαταστασία καὶ πᾱν φαῡλον πρᾱγμα», ΚΔ) αρχ. 1. εργασία με μισθό 2. επιδίωξη πολιτικού αξιώματος δημόσιας θέσης,… … Dictionary of Greek